πλοητόκος

πλοητόκος
πλοητόκος, ον,
A producing navigation, Ζέφυρος dub. l. in AP10.6 (Satyr.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πλοητόκος — ον, Α (επίθ. τού Ζεφύρου) αυτός που γεννά πλόες, που γεννά τη ναυτιλία, που δημιουργεί καιρό κατάλληλο για ταξίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλόος/πλοῦς + τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. πολεμη τόκος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”